μεταλλευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταλλευτικός < αρχαία ελληνική μεταλλευτικός < μεταλλεύω < μέταλλον
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταλλευτικός
- που έχει σχέση με τη μετάλλευση, τον μεταλλευτή ή το μεταλλείο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλευτικός
|