μεταλλουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταλλουργικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική métallurgique < metallurgie < ελληνιστική κοινή μεταλλουργός < αρχαία ελληνική μέταλλον + ἔργον
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταλλουργικός
- που έχει σχέση με τη μεταλλουργία ή τον μεταλλουργό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μεταλλουργός, μέταλλο και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλουργικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)