μεταλλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταλλοφόρος, -ος/-α, -ο
- που περιέχει μετάλλευμα
- ※ Το Ανατολικό τμήμα είναι η γνωστή μεταλλοφόρος περιοχή του Λαυρίου (Γεωλογία & γεωμορφολογία, geoparklavreotiki.gr [1])
- που περιέχει μέταλλα
- ※ Συγκριτική μελέτη μεθόδων ποσοτικοποίησης της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης των θαλάσσιων ιζημάτων από μεταλλοφόρα βιομηχανικά απόβλητα, ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, 1996 ([2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλοφόρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)