μεταλλοχρωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταλλοχρωμία θηλυκό
- μέθοδος για το βάψιμο μεταλλικών επιφανειών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλοχρωμία
|