μεταμελέτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταμελέτη θηλυκό
- μελέτη που έχει ως αντικείμενο εξέτασης άλλες μελέτες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταμελέτη
|