μεταμισθώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταμισθώνω < μετα- + μισθώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταμισθώνω (παθητική φωνή: μεταμισθώνομαι)

  1. (οικονομία) υπενοικιάζω
    άλλες μορφές: υπεκμισθώνω, υπομισθώνω
  2. ανανεώνω τη μίσθωση
     συνώνυμα: ξανανοικιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]