μεταμφιέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταμφιέζω < μεσαιωνική ελληνική μεταμφιέζω < ελληνιστική κοινή μεταμφιάζω < μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω < μετά + αρχαία ελληνική ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω < ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω < *ϝέσνυμι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wes (ντύνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mε.tam.fi.ˈε.zɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
μεταμφιέζω (παθητική φωνή: μεταμφιέζομαι)
- μεταβάλλω την εξωτερική αμφίεση ή εμφάνιση κάποιου, ώστε να μην αναγνωρίζεται
[επεξεργασία]
- αμεταμφίεστος
- μεταμφίεση
- μεταμφιεσμένος
- → δείτε τις λέξεις αμφίεση και άμφιο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταμφιέζω | μεταμφίεζα | θα μεταμφιέζω | να μεταμφιέζω | μεταμφιέζοντας | |
β' ενικ. | μεταμφιέζεις | μεταμφίεζες | θα μεταμφιέζεις | να μεταμφιέζεις | μεταμφίεζε | |
γ' ενικ. | μεταμφιέζει | μεταμφίεζε | θα μεταμφιέζει | να μεταμφιέζει | ||
α' πληθ. | μεταμφιέζουμε | μεταμφιέζαμε | θα μεταμφιέζουμε | να μεταμφιέζουμε | ||
β' πληθ. | μεταμφιέζετε | μεταμφιέζατε | θα μεταμφιέζετε | να μεταμφιέζετε | μεταμφιέζετε | |
γ' πληθ. | μεταμφιέζουν(ε) | μεταμφίεζαν μεταμφιέζαν(ε) |
θα μεταμφιέζουν(ε) | να μεταμφιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταμφίεσα | θα μεταμφιέσω | να μεταμφιέσω | μεταμφιέσει | ||
β' ενικ. | μεταμφίεσες | θα μεταμφιέσεις | να μεταμφιέσεις | μεταμφίεσε | ||
γ' ενικ. | μεταμφίεσε | θα μεταμφιέσει | να μεταμφιέσει | |||
α' πληθ. | μεταμφιέσαμε | θα μεταμφιέσουμε | να μεταμφιέσουμε | |||
β' πληθ. | μεταμφιέσατε | θα μεταμφιέσετε | να μεταμφιέσετε | μεταμφιέστε | ||
γ' πληθ. | μεταμφίεσαν μεταμφιέσαν(ε) |
θα μεταμφιέσουν(ε) | να μεταμφιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταμφιέσει | είχα μεταμφιέσει | θα έχω μεταμφιέσει | να έχω μεταμφιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταμφιέσει | είχες μεταμφιέσει | θα έχεις μεταμφιέσει | να έχεις μεταμφιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταμφιέσει | είχε μεταμφιέσει | θα έχει μεταμφιέσει | να έχει μεταμφιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταμφιέσει | είχαμε μεταμφιέσει | θα έχουμε μεταμφιέσει | να έχουμε μεταμφιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταμφιέσει | είχατε μεταμφιέσει | θα έχετε μεταμφιέσει | να έχετε μεταμφιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταμφιέσει | είχαν μεταμφιέσει | θα έχουν μεταμφιέσει | να έχουν μεταμφιέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μεταμφιεσμένος - είμαστε, είστε, είναι μεταμφιεσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μεταμφιεσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μεταμφιεσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μεταμφιεσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μεταμφιεσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μεταμφιεσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μεταμφιεσμένοι |