μεταξουργείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταξουργείο < μεταξουργ(ός) + -είο[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.ksuɾˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξουρ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταξουργείο ουδέτερο
- εργοστάσιο στο οποίο πραγματοποιείται κατεργασία ή κλώση μεταξιού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταξουργείο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μεταξουργείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας