μεταξωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταξωτός < ελληνιστική κοινή μεταξωτός < μετάξιον / μέταξα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈtos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈto/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταξωτός, -ή, -ό
- αυτός που κατασκευάζεται από μετάξι
- μεταξωτή γραβάτα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες: προβάλλω ασήμαντα και ευτελή πράγματα ώς σπουδαία και πολύτιμα
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους: τα πολυτελή ή δύσκολα πράγματα απαιτούν και την ανάλογη προσπάθεια ή έχουν και το σχετικό κόστος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μετάξι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταξωτός
|