μεταξωτός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταξωτός < ελληνιστική κοινή μεταξωτός < μετάξιον / μέταξα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈtos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /me.ta.ksoˈto/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταξωτός, -ή, -ό
- αυτός που κατασκευάζεται από μετάξι
- μεταξωτή γραβάτα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες: προβάλλω ασήμαντα και ευτελή πράγματα ώς σπουδαία και πολύτιμα
Παροιμίες
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μετάξι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταξωτός
|