μεταξύ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταξύ < μεσαιωνική ελληνική μεταξύ < αρχαία ελληνική μεταξύ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.taˈksi/

Επίρρημα[επεξεργασία]

μεταξύ

  • ανάμεσα, σε χρονικό ή τοπικό σημείο που βρίσκεται μετά από το ένα άκρο και πριν το επόμενο άκρο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταξύ < αρχαία ελληνική μεταξύ

Επίρρημα[επεξεργασία]

μεταξύ

  1. (τοπικό) μπροστά σε κάποιους, ενώπιον και ανάμεσα (σε άλλους)
  2. (χρονικό) εν τω μεταξύ
  3. τότε

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταξύ < μετά + ξύν

Επίρρημα[επεξεργασία]

μεταξύ

  1. τοπικό
    ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα (<δεν με πείραξαν εμένα> ὅτ’ εἶναι ἀνάμεσόν μας ὅρη κατάσκια πολλὰ καὶ πέλαγ’ ἀγριωμένα -απόδοση Ιάκωβου Πολυλά- γιατί πολλά στη μέση μας χωρίζουν, θες κορφοβούνια απλόσκιωτα θες θάλασσα αφρισμένη -απόδοση Αλεξ. Πάλλη, "Ιλιάδα")
  2. χρονικό
    ἐξαναστάντες μεταξύ δειπνοῦντες (την ώρα που έτρωγαν, στα μέσα του δείπνου)
  3. μεταφορικά: κάπου ανάμεσα στα δύο, ενδιάμεσα, υποδηλώνοντας ποιότητα ή άλλα χαρακτηριστικά
    φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μεταξύ
    καὶ συναρμόσαντα τρία ὄντα, ὥσπερ ὅρους τρεῖς ἁρμονίας ἀτεχνῶς, νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης, καὶ εἰ ἄλλα ἄττα μεταξὺ τυγχάνει ὄντα
    πότερον οὖν τὰ μεταξὺ ταῦτα ἕνεκα τῶν ἀγαθῶν πράττουσιν ὅταν πράττωσιν, ἢ... (τι από τα δύο λοιπόν, <οι άνθρωποι> κάνουν αυτά τα ενδιάμεσα <ούτε καλά ούτε κακά> πράγματα, όταν τα κάνουν, για χάρη των καλών πραγμάτων ή...)

Πρόθεση[επεξεργασία]

μεταξύ

μεταξύ σοφίας καὶ ἀμαθίας
μεταξύ τῶν βασιλέων
ἔστι τι καὶ τοιόνδε ἐν αὐτοῖς, οἷον μεταξὺ ἀμφοτέρων πάντων τῶν ἐναντίων δυοῖν ὄντοιν... (υπάρχει μεταξύ όλων αυτών των ζευγών αντιθέτων κάτι που...)
τά μεταξύ σύμφωνα (οι όροι που συμφωνήθηκαν μεταξύ δυο ενδιαφερομέρων μερών)
μεταξύ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου [χρόνος]