μεταπληροφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπληροφορία < μετα- + πληροφορία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metainformation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταπληροφορία αρσενικό
- (πληροφορική) πληροφορίες που αναφέρονται σε πληροφορίες
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταπληροφορία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)