μεταποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μεταποίηση | μεταποιήσεις |
γενική | μεταποίησης & μεταποιήσεως |
μεταποιήσεων |
αιτιατική | μεταποίηση | μεταποιήσεις |
κλητική | μεταποίηση | μεταποιήσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταποίηση < ελληνιστική κοινή μεταποίησις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταποίηση θηλυκό
- η διαδικασία μετατροπής μιας πρώτης ύλης ή ενός φυσικού προϊόντος σε βιοτεχνικό-βιομηχανικό προϊόν· ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας
- η ελαφρά μετατροπή ενός ρούχου, ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο σώμα αυτού που θα το φορέσει
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταποίηση