μεταποιήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεταποιητικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταποιήσιμος η μεταποιήσιμη το μεταποιήσιμο
      γενική του μεταποιήσιμου της μεταποιήσιμης του μεταποιήσιμου
    αιτιατική τον μεταποιήσιμο τη μεταποιήσιμη το μεταποιήσιμο
     κλητική μεταποιήσιμε μεταποιήσιμη μεταποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταποιήσιμοι οι μεταποιήσιμες τα μεταποιήσιμα
      γενική των μεταποιήσιμων των μεταποιήσιμων των μεταποιήσιμων
    αιτιατική τους μεταποιήσιμους τις μεταποιήσιμες τα μεταποιήσιμα
     κλητική μεταποιήσιμοι μεταποιήσιμες μεταποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταποιήσιμος < μεταποιώ + -σιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεταποιήσιμος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]