μεταποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταποιημένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί μηχανική ή χημική επεξεργασία, που αποτελεί προϊόν της βιοτεχνίας ή της βιομηχανίας
- για ρούχο που το έχουμε μετατρέψει ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο σώμα αυτού που το φοράει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταποιημένος
|