μεταπρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπρατικός < μεταπράτης + -ικός < (ελληνιστική κοινή) μεταπράτης < μεταπιπράσκω < αρχαία ελληνική πιπράσκω / πέρνημι < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταπρατικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με τον μεταπράτη και τη μεταπράτηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μεταπράτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταπρατικός
|