μεταπώληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταπώληση οι μεταπωλήσεις
      γενική της μεταπώλησης* των μεταπωλήσεων
    αιτιατική τη μεταπώληση τις μεταπωλήσεις
     κλητική μεταπώληση μεταπωλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταπωλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταπώληση < (καθαρεύουσα) μεταπώλησις < μεταπωλώ + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταπώληση θηλυκό

  • η πώληση ενος αντικείμενου που προηγουμένως έχει αγορασθεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]