μεταρρυθμίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταρρυθμίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταρρυθμίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταρρυθμίζομαι

→ δείτε τη λέξη μεταρρυθμίζω