μεταρσιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταρσιώνω < αρχαία ελληνική μεταρσιόω / μεταρσιῶ < μετάρσιος < μεταίρω < μετά + αἴρω
Ρήμα[επεξεργασία]
μεταρσιώνω (παθητική φωνή: μεταρσιώνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεταρσίωση
- μεταρσιωτικός
- μετάρσιος
- μεταρσίως
- → δείτε τις λέξεις μετά και αίρω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταρσιώνω | μεταρσίωνα | θα μεταρσιώνω | να μεταρσιώνω | μεταρσιώνοντας | |
β' ενικ. | μεταρσιώνεις | μεταρσίωνες | θα μεταρσιώνεις | να μεταρσιώνεις | μεταρσίωνε | |
γ' ενικ. | μεταρσιώνει | μεταρσίωνε | θα μεταρσιώνει | να μεταρσιώνει | ||
α' πληθ. | μεταρσιώνουμε | μεταρσιώναμε | θα μεταρσιώνουμε | να μεταρσιώνουμε | ||
β' πληθ. | μεταρσιώνετε | μεταρσιώνατε | θα μεταρσιώνετε | να μεταρσιώνετε | μεταρσιώνετε | |
γ' πληθ. | μεταρσιώνουν(ε) | μεταρσίωναν μεταρσιώναν(ε) |
θα μεταρσιώνουν(ε) | να μεταρσιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταρσίωσα | θα μεταρσιώσω | να μεταρσιώσω | μεταρσιώσει | ||
β' ενικ. | μεταρσίωσες | θα μεταρσιώσεις | να μεταρσιώσεις | μεταρσίωσε | ||
γ' ενικ. | μεταρσίωσε | θα μεταρσιώσει | να μεταρσιώσει | |||
α' πληθ. | μεταρσιώσαμε | θα μεταρσιώσουμε | να μεταρσιώσουμε | |||
β' πληθ. | μεταρσιώσατε | θα μεταρσιώσετε | να μεταρσιώσετε | μεταρσιώστε | ||
γ' πληθ. | μεταρσίωσαν μεταρσιώσαν(ε) |
θα μεταρσιώσουν(ε) | να μεταρσιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταρσιώσει | είχα μεταρσιώσει | θα έχω μεταρσιώσει | να έχω μεταρσιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταρσιώσει | είχες μεταρσιώσει | θα έχεις μεταρσιώσει | να έχεις μεταρσιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταρσιώσει | είχε μεταρσιώσει | θα έχει μεταρσιώσει | να έχει μεταρσιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταρσιώσει | είχαμε μεταρσιώσει | θα έχουμε μεταρσιώσει | να έχουμε μεταρσιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταρσιώσει | είχατε μεταρσιώσει | θα έχετε μεταρσιώσει | να έχετε μεταρσιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταρσιώσει | είχαν μεταρσιώσει | θα έχουν μεταρσιώσει | να έχουν μεταρσιώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταρσιώνω
|