μετασεισμικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετασεισμικότητα < μετασεισμικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετασεισμικότητα θηλυκό
- (σπάνιο) η μετασεισμική ακολουθία
- ※ Καθησυχαστικοί εμφανίζονται οι επιστήμονες μετά τα 5,1 Ρίχτερ της Τετάρτης, εκτιμώντας ότι δεν συνδέονται με το ρήγμα της Αταλάντης, το οποίο στο παρελθόν είχε δώσει εξαιρετικά φονικούς σεισμούς. Σε φθίνουσα πορεία η μετασεισμικότητα, ενώ συνεχίζονται οι έλεγχοι των Αρχών στα κτίρια. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετασεισμικότητα
|