μετασκευάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετασκευάστρια < μετασκευαστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετασκευάστρια θηλυκό
- θηλυκό του μετασκευαστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετασκευάστρια
|