μεταστάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταστάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταστάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταστάς αρσενικό (θηλυκό μεταστάσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μεταστάς)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τεθνεώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταστάς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταστάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταστάς, μεταστᾶσα, μεταστάν
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεταστάς
- (ποιητικός, δωρικός τύπος ) β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος μεθίστημι
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'στάς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'στάς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος - κλιτικοί τύποι
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)