μετατάρσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετατάρσιο τα μετατάρσια
      γενική του μεταταρσίου
μετατάρσιου
των μεταταρσίων
    αιτιατική το μετατάρσιο τα μετατάρσια
     κλητική μετατάρσιο μετατάρσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Με πράσινο χρώμα το μετατάρσιο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετατάρσιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική métatarse[1] < αρχαία ελληνική μετά + ταρσός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετατάρσιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]