μετατιθέμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετατιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα μεταθέτω (μετοχή ενεστώτα του παθητικού μετατίθεμαι)
Μετοχή[επεξεργασία]
μετατιθέμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που μετατίθεται
- τα κενά στα σχολεία πρόκειται να καλυφθούν από μετατιθέμενους εκπαιδευτικούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετατιθέμενος
|