μεταφράσιμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταφράσιμος < μεταφράζω
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταφράσιμος -η -ο
- που μπορεί να μεταφραστεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταφράσιμος