μεταφραστής
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μεταφραστής | μεταφραστές |
γενική | μεταφραστή | μεταφραστών |
αιτιατική | μεταφραστή | μεταφραστές |
κλητική | μεταφραστή | μεταφραστές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταφραστής < ελληνιστική κοινή < μεταφράζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɛ.ta.fɾa.ˈstis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταφραστής αρσενικό
- αυτός που αποδίδει το περιεχόμενο προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα από αυτή του προτύπου
- αυτός που έχει σαν επάγγελμα τη μετάφραση κειμένων από και προς μια ξένη γλώσσα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφραστής