μεταφυτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταφυτεύω < ελληνιστική κοινή μεταφυτεύω < μετά + αρχαία ελληνική φυτεύω < φυτόν

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταφυτεύω (παθητική φωνή: μεταφυτεύομαι)

  1. (βοτανική) βγάζω ένα φυτό, μαζί με το ρίζωμά του, από τη θέση που βρίσκεται και το τοποθετώ, το φυτεύω, σε άλλη θέση ή γλάστρα
  2. (μεταφορικά) διαδίδω, και πετυχαίνω να επιβιώσουν, ιδέες, ήθη ή έθιμα από άλλο τόπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]