μεταχείριση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταχείριση | οι | μεταχειρίσεις |
| γενική | της | μεταχείρισης* | των | μεταχειρίσεων |
| αιτιατική | τη | μεταχείριση | τις | μεταχειρίσεις |
| κλητική | μεταχείριση | μεταχειρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταχειρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταχείριση < ελληνιστική κοινή μεταχείρισις < αρχαία ελληνική μεταχειρίζομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταχείριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταχειρίζομαι