μεταχείριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταχείριση < ελληνιστική κοινή μεταχείρισις < αρχαία ελληνική μεταχειρίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταχείριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταχειρίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταχείριση