μεταψυχιατρική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταψυχιατρική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metapsychiatry < αρχαία ελληνική μετά + ψυχή + ἰατρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταψυχιατρική θηλυκό
- (ψυχιατρική, νεολογισμός) ψυχιατρική προσέγγιση, που εισηγήθηκε ο ψυχίατρος Thomas Hora (1914–1995) στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, που εκτός των επιστημονικών χρησιμοποιεί μεταφυσικούς και θρησκευτικούς τρόπους προσέγγισης και ερμηνείας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Metapsychiatry στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταψυχιατρική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)