μεταϊδεολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταϊδεολογία < μετα- + ιδεολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική meta-ideology)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταϊδεολογία θηλυκό
- (φιλοσοφία, κοινωνιολογία, νεολογισμός) ιδεολογική προσέγγιση που επικεντρώνεται στην κριτική των ιδεολογιών και των φιλοσοφικών συστημάτων και υποστηρίζει τη δημιουργία μιας πιο συνεκτικής, ευρύτερης και ολοκληρωμένης ιδεολογικής προσέγγισης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταϊδεολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)