μετείκασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετείκασμα < μετα- + αρχαία ελληνική εἴκασμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική afterimage)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετείκασμα ουδέτερο
- η εικόνα που παραμένει στο αισθητήριο της όρασης μετά τον εξωτερικό ερεθισμό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετείκασμα