μετεμψυχωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετεμψυχωτικός < μετεμψύχωση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μετεμψυχωτικός
- που έχει σχέση με τη μετεμψύχωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετεμψυχωτικός
|