μετενσωμάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετενσωμάτωση οι μετενσωματώσεις
      γενική της μετενσωμάτωσης* των μετενσωματώσεων
    αιτιατική τη μετενσωμάτωση τις μετενσωματώσεις
     κλητική μετενσωμάτωση μετενσωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετενσωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετενσωμάτωση < ελληνιστική κοινή μετενσωμάτωσις < μετενσωματόομαι < αρχαία ελληνική σῶμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετενσωμάτωση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]