μετευρετική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηλυκό - (πληροφορική), (μαθηματικά)

  • υπολογιστική μέθοδος ταχείας επίλυσης-εύρεσης

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο - (πληροφορική), (μαθηματικά)

  • που έχει σχέση με υπολογιστική μέθοδο ταχείας επίλυσης-εύρεσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]