μετεωριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετεωριτικός <
- (για τη γεωλογία ) μετεωρίτης + -ικός
- (για τα Μετέωρα) < Μετεωρίτ(ης) + ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μετεωριτικός, -ή, -ό
- (γεωλογία, αστρονομία) ο σχετικός με μετεωρίτη
- ↪ μετεωριτικός κρατήρας, μετεωριτική πτώση, μετεωριτικό υλικό
- → δείτε τη λέξη μετεωρητική (κλάδος αστρονομίας)
- που σχετίζεται με τα Μετέωρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(όρος γεωλογίας)
|
που σχετίζεται με τα Μετέωρα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.