μετεωρολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετεωρολογικός < μετεωρολόγος / μετεωρολογία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μετεωρολογικός -ή -ό
- που αφορά τη μετεωρολογία ή τον μετεωρολόγο
- μετεωρολογική υπηρεσία
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μετεωρολόγος, μετέωρο και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετεωρολογικός