μετεωρόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μετεωρόλιθος | οι | μετεωρόλιθοι |
γενική | του | μετεωρόλιθου & μετεωρολίθου |
των | μετεωρόλιθων & μετεωρολίθων |
αιτιατική | τον | μετεωρόλιθο | τους | μετεωρόλιθους & μετεωρολίθους |
κλητική | μετεωρόλιθε | μετεωρόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετεωρόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική météorolithe < αρχαία ελληνική μετέωρον + λίθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετεωρόλιθος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετεωρόλιθος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)