μετονομάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετονομάζω < αρχαία ελληνική μετονομάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετονομάζω

  • δίνω καινούργιο όνομα σε κάποιον ή κάτι, αλλάζω το όνομά του
    το δημοτικό συμβούλιο μετονόμασε έναν κεντρικό δρόμο της πόλης προς τιμή του δολοφονημένου νεαρού

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • μετωνυμώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  μετονομάζω   μετονομάζομαι 
Παρατατικός  μετωνόμαζον   μετωνομαζόμην 
Μέλλοντας  μετονομάσω   μετονομάσομαι & μετονομασθήσομαι 
Αόριστος  μετωνόμασα   μετωνομασάμην & μετωνομάσθην 
Παρακείμενος  μετωνόμακα   μετωνόμασμαι 
Υπερσυντέλικος  μετωνομάκειν   μετωνομάσμην 
Συντελ.Μέλλ.  μετωνομακώς ἔσομαι   μετωνομασμένος ἔσομαι 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετονομάζω < μετά + ὀνομάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετονομάζω

  • δίνω καινούργιο όνομα σε κάποιον ή κάτι, αλλάζω το όνομά του