μετουσίωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετουσίωμα τα μετουσιώματα
      γενική του μετουσιώματος των μετουσιωμάτων
    αιτιατική το μετουσίωμα τα μετουσιώματα
     κλητική μετουσίωμα μετουσιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετουσίωμα < μετουσιώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετουσίωμα[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μετουσίωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)