μετοχολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετοχολόγιο τα μετοχολόγια
      γενική του μετοχολόγιου
μετοχολογίου
των μετοχολόγιων
μετοχολογίων
    αιτιατική το μετοχολόγιο τα μετοχολόγια
     κλητική μετοχολόγιο μετοχολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετοχολόγιο < μετοχ(η) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετοχολόγιο ουδέτερο

  • κατάλογος κατόχων μετοχών εταιρείας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]