μετοχοπρατήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετοχοπρατήριο | τα | μετοχοπρατήρια |
γενική | του | μετοχοπρατήριου & μετοχοπρατηρίου |
των | μετοχοπρατήριων & μετοχοπρατηρίων |
αιτιατική | το | μετοχοπρατήριο | τα | μετοχοπρατήρια |
κλητική | μετοχοπρατήριο | μετοχοπρατήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετοχοπρατήριο < καθαρεύουσα μετοχοπρατήριον < μετοχή + πρατήριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετοχοπρατήριο ουδέτερο
- (παρωχημένο) το χρηματιστήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετοχοπρατήριο
|