μετρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική maître[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετρ αρσενικό άκλιτο
- ο μετρ ντ'οτέλ
- πολύ σημαντικός στον επαγγελματικό τομέα του
- ↪ Ο Χίτσκοκ ήταν ο μετρ του σασπένς
- πολύ ικανός, ειδικός ή επιδέξιος σε κάτι,
- ↪ είναι μετρ στα παζαρέματα
- ≈ συνώνυμα: εξπέρ
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μετρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας