μετρήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μετρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετρώ
- θα μετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μετρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέτρηση