μετρητά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετρητά < πληθυντικός του ουδετέρου του ρηματικού επιθέτου μετρητός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετρητά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. χρήματα σε κέρματα ή σε τραπεζογραμμάτια
    Δεν είχα μαζί μου μετρητά και έτσι πλήρωσα με την πιστωτική μου κάρτα
  2. (λογιστική) τα ταμειακά διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα μιας οικονομικής μονάδας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μετρητά