μετρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μετρητής | οι | μετρητές |
γενική | του | μετρητή | των | μετρητών |
αιτιατική | τον | μετρητή | τους | μετρητές |
κλητική | μετρητή | μετρητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετρητής < αρχαία ελληνική μετρητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετρητής αρσενικό
- όργανο μέτρησης ενός μεγέθους
- (ειδικότερα) συσκευή που καταγράφει την κατανάλωση ή τη ροή, πχ νερού, ηλεκτρικού ρεύματος κλπ
- το πρόσωπο που καταγράφει τις ενδείξεις μιας τέτοιας συσκευής ή οργάνου
- (πληροφορική) μεταβλητή, θέση μνήμης κλπ., το περιεχόμενο των οποίων αυξάνεται όταν συμβαίνει κάποιο γεγονός
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετρητής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μετρητής