μετρητών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μετρητών ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. γενική πληθυντικού του μετρητά

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μετρητών

  1. γενική πληθυντικού του μετρητός
  2. γενική πληθυντικού του μετρητή
  3. γενική πληθυντικού του μετρητό