μετρητών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μετρητών ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γενική πληθυντικού του μετρητά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μετρητών
- γενική πληθυντικού του μετρητός
- γενική πληθυντικού του μετρητή
- γενική πληθυντικού του μετρητό