μετριοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετριοπάθεια < ελληνιστική κοινή μετριοπάθεια < μετριοπαθής < αρχαία ελληνική μέτριος + πάσχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετριοπάθεια θηλυκό
- το χαρακτηριστικό του μετριοπαθούς, η αποφυγή των ακραίων θέσεων και της αδιαλλαξίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μετριοπαθής
- μετριοπαθώς
- → δείτε τις λέξεις μέτριος και πάσχω