μετριόφρονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μετριόφρων & μετριόφρονας |
η | μετριόφρων | το | μετριόφρον |
γενική | του | μετριόφρονος & μετριόφρονα |
της | μετριόφρονος | του | μετριόφρονος |
αιτιατική | τον | μετριόφρονα | τη | μετριόφρονα | το | μετριόφρον |
κλητική | μετριόφρων & μετριόφρονα |
μετριόφρων | μετριόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μετριόφρονες | οι | μετριόφρονες | τα | μετριόφρονα |
γενική | των | μετριοφρόνων | των | μετριοφρόνων | των | μετριοφρόνων |
αιτιατική | τους | μετριόφρονες | τις | μετριόφρονες | τα | μετριόφρονα |
κλητική | μετριόφρονες | μετριόφρονες | μετριόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετριόφρονας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετριόφρ(ων) + -ονας, από την αιτιατική σε -ονα
Επίθετο[επεξεργασία]
μετριόφρονας, -ων, -ον
- μορφή του μετριόφρων με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετριόφρονας
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρονας' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ονας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)