μετρολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετρολόγιο τα μετρολόγια
      γενική του μετρολόγιου
μετρολογίου
των μετρολόγιων
μετρολογίων
    αιτιατική το μετρολόγιο τα μετρολόγια
     κλητική μετρολόγιο μετρολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετρολόγιο < μετρο + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετρολόγιο ουδέτερο

  • κατάλογος με μεγέθη - μετρήσεις χαρακτηριστικών (βάρος/ύψος/στήθος/περιφέρεια μέσης) για επιλογή ρούχων. Χρησιμοποιείται κυρίως για παραγγελιοληψία στολών
    Μετρολόγιο στολών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]