μετρονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετρονομικός < μετρονόμος / μετρονομία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μετρονομικός
- που έχει σχέση με τη μετρονομία ή τον μετρονόμο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετρονομικός
|