μετρονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

μετρονόμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετρονόμος οι μετρονόμοι
      γενική του μετρονόμου των μετρονόμων
    αιτιατική τον μετρονόμο τους μετρονόμους
     κλητική μετρονόμε μετρονόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετρονόμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métronome < αρχαία ελληνική μέτρον + νόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετρονόμος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]