μετρονόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετρονόμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métronome < αρχαία ελληνική μέτρον + νόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετρονόμος αρσενικό
- (μουσική) μικρό όργανο σε σχήμα πυραμίδας, εφοδιασμένο με ένα εκκρεμές που κρατά το μέτρο, δείχνει την ταχύτητα με την οποία πρέπει να παιχτεί ένα μουσικό κομμάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)